Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βέστα — η 1. ένδυμα, συνήθως μακρύ 2. βασιλική τήβεννος 3. αντρικό σακάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < (βεν.) vesta] … Dictionary of Greek
Βεστάν — Βεστά̱ν , Βεστής masc acc sg (epic doric aeolic) Βεστής masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)